στραγγουλίζω

στραγγουλίζω
(αόρ. (ε)στραγγούλισα и (ε)στραγγούλιξα) см. στραμπουλίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στραγγουλίζω" в других словарях:

  • στραγγουλίζω — (I) Ν βλ. στραγγαλίζω. (II) Ν βλ. στραμπουλίζω …   Dictionary of Greek

  • στραμπουλίζω — και οτραμπουλώ και στραγγουλίζω Ν (σχετικά με μέλος τού σώματος) προκαλώ ή υφίσταμαι διάστρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στραμπουλίζω / στραγγουλίζω, κατά μία άποψη, έχουν προέλθει από συμφυρμό τών ιταλ. strambare και strangolare, ενώ, κατ άλλους, από… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… …   Dictionary of Greek

  • στραμπουλιξιά — και στραγγουλιξιά, η, Ν στραμπούλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. στραμπούλιξα / στραγγούλιξα τών ρ. στραγγουλίζω (Η) / στραμπουλίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στραμπούλιγμα — και οτραμπούλισμα, και οτραγγούλισμα, το, Ν [στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)] εξάρθρωση μέλους τού σώματος με συστροφή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»